υψίπυκνος

υψίπυκνος
ος, ο[ν] см. υψίσυχνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υψίπυκνος" в других словарях:

  • υψίπυκνος — η, ο, Ν (για εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα) υψίσυχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυκνός] …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • υψίσυχνος — η, ο, Ν 1. υψίπυκνος, αυτός που έχει υψηλή συχνότητα 2. φρ. «υψίσυχνο ρεύμα» (ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η συχνότητα υπερβαίνει το 1 μεγαχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι + συχνός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»